- χρονομετρικός
- -ή, -ό* Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρονομετρία ή στο χρονόμετρο (α. «χρονομετρικά όργανα» β. «χρονομετρικές μέθοδοι»).επίρρ...χρονομετρικώς και χρονομετρικά Νμε χρονομετρικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρονομετρία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1839 στον Σκαρλάτο Δ. Βυζάντιο].
Dictionary of Greek. 2013.